- χαριτώνυμος
- -ον, ΜΑαυτός που έχει χαριτωμένο όνομα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. ψευδ-ώνυμος. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαριτώνυμος — of gracious import masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαριτώνυμος, Γεώργιος — (; – Pώμη, 1478). Λόγιος του 15ου αι., γνωστός και ως Ερμώνυμος. Καταγόταν από την Σπάρτη και υπήρξε μαθητής του Γεωργίου Πλήθωνα ή Γεμιστού. Ο X. συνέβαλε στο να διαδοθούν τα ελληνικά γράμματα στην Ιταλία και στη Γαλλία. Ο πάπας Σίξτος ο Δ’ τον… … Dictionary of Greek
χαριτώνυμον — χαριτώνυμος of gracious import masc/fem acc sg χαριτώνυμος of gracious import neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριτωνύμῳ — χαριτώνυμος of gracious import masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριτώνυμε — χαριτώνυμος of gracious import masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek